ἀτέλεια

ἀτέλεια
ἀτέλ-εια, Cret. [full] ἀτέλεα GDI5040.22, :—
A incompleteness, imperfection, Arist.Ph.261a36, GA758b20, Mete.380a31, Thphr.CP4.13.1.
II exemption from public burdens ([etym.] τέλη)

, ἀ. στρατηΐης καὶ φόρου Hdt.3.67

;

ἔδοσαν Κροίσῳ . . ἀτελείην καὶ προεδρίην Id.1.54

, cf. 9.73, D.20.47; ἁπάντων ib.60; τοῦ ἄλλου (sc. φόρου) IG1.40; μετοικίου ib.2.121; στρατείας ib.551;

ὧν ἂν εἰσάγῃ ἢ ἐξάγῃ OGI10.13

; ἐς τὴν ἀ. to purchase immunity, IG2.570;

ἀ. τινὸς ποιεῖν Alex.276.6

; εὑρέσθαι, ἔχειν, enjoy it, D.20.1,19: generally,

τοιούτων πραγματειῶν ἀ. Isoc.12.147

; ἀ. ἐπικραίνειν confirm immunity, A.Eu.362;

ἐξ ἀτελείας

without payment, gratis,

D.59.39

, Philonid.1 D., Poll.4.46.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀτελείᾳ — ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλειος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλεια — incompleteness fem nom/voc sg ἀτέλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • ατέλεια — η 1. έλλειψη τελειότητας, αρτιότητας, ελάττωμα: Θα εκθέσω μερικές από τις ατέλειες που έχει το έργο αυτό. 2. απαλλαγή από την πληρωμή τελών, φόρων: Οι ανάπηροι πολέμου έχουν ατέλεια στα θέατρα και τους κινηματογράφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτελείας — ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl (ionic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείαν — ἀτελείᾱν , ἀτέλεια incompleteness fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱν , ἀτέλειος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελειῶν — ἀτέλεια incompleteness fem gen pl ἀτέλεια incompleteness fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείαις — ἀτέλεια incompleteness fem dat pl ἀτέλεια incompleteness fem dat pl (ionic) ἀτέλειος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλειαι — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl (ionic) ἀτέλειος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Освобождение от повинностей —    • Άτέλεια,          освобождение от повинностей, было или полное (ατέλεια άπάντων), или ограниченное, когда освобождали только от некоторых повинностей, напр. от лейтургий, известных пошлин и податей, или от военной службы (ατέλεια στρατίας) …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀτελείη — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτέλειος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”